Σημειώσεις ἀπὸ τὸ «Ὑπόγειο» (μέρος δʹ)

Ἀριστερά: Ὑπόγειο, τοῦ Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, ἐκδ. Ἴνδικτος, ἐξώφυλλο. Δεξιά: Προσωπογραφία τοῦ Ντοστογιέφσκι ἀπὸ τὸν Βασίλι Περόφ (1872).

ΕΣΕΙΣ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ σὲ ἕνα κρυστάλλινο οἰκοδόμημα, ἐσαεὶ ἀκατάλυτο, δηλαδὴ σὲ κάτι στὸ ὁποῖο δὲν θὰ μπορεῖς οὔτε νὰ αὐθαδιάσεις βγάζοντας κρυφὰ τὴ γλώσσα σου οὔτε νὰ χειρονομήσεις, ἔστω καὶ μὲ τὸ χέρι στὴν τσέπη σου. Ἔ, ἐγώ, ἴσως νὰ φοβᾶμαι τὸ οἰκοδόμημα αὐτὸ ἀκριβῶς γιατὶ εἶναι κρυστάλλινο καὶ ἐσαεὶ ἀκατάλυτο καὶ γιατὶ δὲν θὰ ἐπιτρέπεται οὔτε στὰ κρυφὰ νὰ βγάλεις τὴ γλώσσα σὲ κάποιον.

Ξέρετε κάτι; Ἂν στὴ θέση τοῦ παλατιοῦ βρίσκεται ἕνα κοτέτσι καὶ πέσει μιὰ βροχή, μπορεῖ καὶ νὰ τρυπώσω στὸ κοτέτσι γιὰ νὰ μὴ βραχῶ, ἀλλά, ὅπως καὶ νά ’χει, δὲν θὰ ἐκλάβω τὸ κοτέτσι γιὰ παλάτι ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ποὺ μὲ προφύλαξε ἀπὸ τὴ βροχή. Γελᾶτε, λέτε μάλιστα ὅτι στὴν περίπτωση αὐτὴ κοτέτσι καὶ παλάτι εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Ναί, ἀπαντάω ἐγώ, ἀλλὰ μόνο γιὰ νὰ μὴ βραχεῖς.

Τί νὰ κάνουμε, λοιπόν, ἂν μοῦ κόλλησε ἡ ἰδέα ὅτι ζεῖ κανεὶς ὄχι μόνο γι’ αὐτὸ κι ὅτι ἂν εἶναι νὰ ζήσεις, ἔ, τότε νὰ ζήσεις σὲ μέγαρα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιθυμία μου, ἡ βούλησή μου. Θὰ μοῦ τὴν ἀφαιρέσετε μόνον ὅταν θὰ καταφέρετε νὰ ἀλλάξετε τὶς ἐπιθυμίες μου. Ἔ, λοιπόν, ἀλλάξτε τις, δελεάστε με μὲ ἄλλες, δῶστε μου ἕνα ἄλλο ἰδεῶδες. Πρὸς τὸ παρὸν ὅμως δὲν θὰ ἐκλαμβάνω τὸ κοτέτσι γιὰ παλάτι. Ἂς ποῦμε ὅτι εἶναι ἔτσι, ὅτι τὸ κρυστάλλινο οἰκοδόμημα εἶναι ψέμα, ὅτι σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσης δὲν προβλέπεται κι ὅτι τὸ ἐπινόησα λόγῳ τῆς προσωπικῆς μου βλακείας, λόγῳ ὁρισμένων παλιῶν, ἀνορθολογικῶν συνηθειῶν τῆς γενιᾶς μας. Τί μὲ νοιάζει ὅμως ἂν δὲν προβλέπεται; Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ἂν ὑπάρχει μόνο στὶς ἐπιθυμίες μου ἤ, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλύτερα, ὑπάρχει ὅσο ὑπάρχουν οἱ ἐπιθυμίες μου; Ἴσως γελᾶτε πάλι. Γελάστε· θὰ δεχτῶ κάθε εἰρωνεία, ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά, δὲν θὰ πῶ ὅτι εἶμαι χορτάτος ἐνῶ πεινάω· παρ’ ὅλα αὐτά, ξέρω ὅτι δὲν θὰ ἐφησυχάσω μὲ ἕναν συμβιβασμό, μὲ ἕνα ἀτέλειωτο, ἐπαναλαμβανόμενο τίποτα, μόνο καὶ μόνο γιατὶ αὐτὸ ὑπάρχει σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ ὑπάρχει πραγματικά. Δὲν θὰ δεχτῶ ὡς κορωνίδα τῶν ἐπιθυμιῶν μου ἕνα τεράστιο οἰκοδόμημα μὲ δωμάτια γιὰ τοὺς φτωχοὺς ἐνοίκους, μὲ συμβόλαιο χιλίων χρόνων καί, γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο, μὲ ἕναν ὀδοντογιατρὸ Βάγκενχάιμ στὴν ταμπέλα. Ἐξαλεῖψτε τὶς ἐπιθυμίες μου, σβῆστε τὰ ἰδεώδη μου, δεῖξτε μου κάτι καλύτερο καὶ θὰ σᾶς ἀκολουθήσω. Θὰ μοῦ πεῖτε, μάλιστα, ὅτι δὲν ἀξίζει νὰ δεσμεύεται κανείς· ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, μπορῶ νὰ σᾶς ἀπαντήσω τὸ ἴδιο. Συζητᾶμε σοβαρά· ἀλλὰ ἂν δὲν θέλετε νὰ μὲ τιμήσετε μὲ τὴν προσοχή σας, δὲν πρόκειται νὰ σᾶς κάνω καὶ τεμενάδες. Ἔχω τὸ ὑπόγειό μου.

Ὅσο ὅμως ζῶ κι ἐπιθυμῶ, καλύτερα νὰ μοῦ ξεραθεῖ τὸ χέρι ἂν συμβάλω ἔστω καὶ μὲ ἕνα λιθαράκι στὸ τεράστιο αὐτὸ οἴκημα![1] Μὴν κοιτᾶτε ποὺ πρὸ ὀλίγου ἀπέρριψα ὁ ἴδιος τὸ κρυστάλλινο οἰκοδόμημα, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο γιατὶ δὲν θὰ μπορῶ νὰ τὸ κοροϊδέψω βγάζοντάς του τὴ γλώσσα. Ἴσως καὶ νὰ μὴν τὸ εἶπα αὐτὸ ἐπειδὴ μ’ ἀρέσει νὰ βγάζω τὴ γλώσσα μου. Μπορεῖ ἁπλῶς νὰ θύμωσα μὲ τὸ ὅτι ἀπὸ ὅλα τὰ οἰκοδομήματά σας δὲν ὑπάρχει μέχρι τώρα ἕνα τὸ ὁποῖο δὲν θὰ μποροῦσες νὰ περιγελάσεις βγάζοντάς του τὴ γλώσσα σου. Ἀντιθέτως, θὰ προτιμοῦσα νὰ μοῦ κοπεῖ ἡ γλώσσα, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, ἂν τὰ πράγματα ἔρχονταν ἔτσι ὥστε ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ μὴ θέλω ποτὲ νὰ τὴ δείξω. Καὶ τί μὲ ἐνδιαφέρει ποὺ δὲν γίνεται νὰ ἔρθουν ἔτσι κι ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἀρκεστῶ στὰ ἁπλὰ δωμάτια; Γιατί εἶμαι φτιαγμένος μὲ τέτοιες ἐπιθυμίες; Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχω φτιαχτεῖ μόνο γιὰ νὰ καταλήξω στὸ συμπέρασμα ὅτι ὅλη μου ἡ ὑπόσταση εἶναι μιὰ φούσκα; Εἶναι δυνατὸν αὐτὸ νὰ εἶναι ὅλος ὁ σκοπός; Δὲν τὸ πιστεύω.

Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, νὰ ξέρετε ὅτι εἶμαι πεισμένος πὼς αὐτὸν τὸν φίλο μας, τοῦ ὑπογείου, πρέπει νὰ τὸν χαλιναγωγήσουμε. Παρότι εἶναι ἱκανὸς νὰ κάτσει στὸ ὑπόγειο σωπαίνοντας σαράντα χρόνια, μόλις ἀναδυθεῖ στὸ φῶς, θὰ πάρει φόρα, καὶ θὰ λέει, θὰ λέει, θὰ λέει…

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι

Πηγές

Κείμενο

  • Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Ὑπόγειο. Μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά – πρόλογος Ἑλένη Μπακοπούλου, ἐκδόσεις Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2010, Μέ­ρος I «Ὑπόγειο», Κεφάλαιο 10ο.

Εἰκόνες

  • Ὑπόγειο, τοῦ Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, ἐκδόσεις Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2010, ἐξώφυλλο.
  • Βασίλι Περόφ. Προσωπογραφία τοῦ Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. 1872, ἐλαιογραφία, Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα. Πηγὴ εἰκόνας: Wikimedia Commons. Ἀρχικὴ πηγὴ εἰκόνας: Google Cultural Institute.

Ὑποσημείωση

  1. [Σ.τ.Μ.]: Νύξη στὴν ἔκφραση τοῦ Β. Κονσιντεράν: «Βάζω τὸ λιθαράκι μου στὸ οἰκοδόμημα τῆς μελλοντικῆς κοινωνίας». [↑]