Σημειώσεις ἀπὸ τὸ «Ὑπόγειο» (μέρος γʹ)

Ἀριστερά: Ὑπόγειο, τοῦ Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, ἐκδ. Ἴνδικτος, ἐξώφυλλο. Δεξιά: Προσωπογραφία τοῦ Ντοστογιέφσκι ἀπὸ τὸν Βασίλι Περόφ (1872).

ΚΥΡΙΟΙ, φυσικὰ καὶ ἀστειεύομαι, καὶ ξέρω ὅτι ἀστειεύομαι ἀνεπιτυχῶς, κι ὅτι δὲν μποροῦμε ἐπίσης νὰ τὰ παίρνουμε ὅλα στ’ ἀστεῖα. Ἴσως νὰ ἀστειεύομαι σφίγγοντας τὰ δόντια. Κύριοι, μὲ βασανίζουν πολλὰ ἐρωτήματα· βρεῖτε μου ἀπαντήσεις. Θέλετε, γιὰ παράδειγμα, νὰ ἀποκόψετε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς παλιὲς συνήθειές του καὶ νὰ διορθώσετε τὴ βούλησή του ἀνάλογα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς ὑγιοῦς σκέψης. Ἀλλὰ πῶς ξέρετε πὼς ὄχι μόνο μποροῦμε ἀλλὰ καὶ πρέπει νὰ ἀλλάξουμε τὸν ἄνθρωπο; Πόθεν συνάγετε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νὰ διορθωθεῖ ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου; Ἐν ὀλίγοις, πῶς ξέρετε ὅτι μιὰ τέτοια διόρθωση θὰ εἶναι πράγματι πρὸς ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου; Καὶ γιὰ νὰ τὰ ποῦμε ὅλα, γιατί εἶστε ἀδιαμφισβήτητα σίγουροι ὅτι τὸ νὰ μὴν πᾶμε κόντρα στὰ πραγματικά, φυσιολογικὰ ὀφέλη, τὰ ἐγγυημένα ἀπὸ τὰ πορίσματα τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἀριθμητικῆς, εἶναι πάντα πραγματικὸ ὄφελος γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νόμος γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα; Πρὸς ὥρας, αὐτὸ εἶναι μόνο μιὰ δική σας εἰκασία. Ἂς δεχτοῦμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς λογικῆς, ὅμως, ἴσως νὰ μὴν εἶναι τῆς ἀνθρωπότητας. Μπορεῖ νὰ νομίζετε, κύριοι, ὅτι εἶμαι τρελός! Ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐξηγηθῶ. Συμφωνῶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶο, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δημιουργικό, καταδικασμένο νὰ τείνει πρὸς ἕνα σκοπὸ συνειδητὰ καὶ νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν τέχνη τοῦ μηχανικοῦ, δηλαδὴ ἀενάως καὶ ἀδιαλείπτως νὰ ἀνοίγει δρόμο πρὸς ὁπουδήποτε. Ἔ, λοιπόν, ἀκριβῶς γι’ αὐτό, ἴσως, θέλει καμιὰ φορὰ νὰ παρεκκλίνει ξαφνικά, ἐπειδὴ εἶναι καταδικασμένος νὰ ἀνοίγει τὸ δρόμο αὐτό, κι ἀκόμα, θὰ ἔλεγα, ἐπειδὴ ὅσο βλάκας αὐθόρμητος ἄνθρωπος τῆς δράσης κι ἂν εἶναι γενικῶς, καμιὰ φορὰ τοῦ περνάει ἡ σκέψη ὅτι ὁ δρόμος, ὅπως ἔχει ἀποδειχτεῖ, σχεδὸν πάντα ὁδηγεῖ κάπου, κι ὅτι τὸ βασικὸ δὲν εἶναι ποῦ πάει ἀλλὰ στὸ ὅτι πάει, κι ὅτι ἕνα ἠθικὸ ὄν, περιφρονώντας τὴν τέχνη τοῦ μηχανικοῦ, δὲν ἀφήνεται στὴν καταστροφικὴ ἀργία, ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, εἶναι μάνα πάσης κακίας. Τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀρέσει νὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ ἀνοίγει δρόμους, αὐτὸ εἶναι ἀδιαμφισβήτητο. Ἀλλὰ γιατί ἀγαπάει μέχρι πάθους ἐπίσης τὴν καταστροφὴ καὶ τὸ χάος; Γιά πεῖτε μου, λοιπόν! Θέλω νὰ σᾶς πῶ ἐγὼ δυὸ λόγια γι’ αὐτό, ξέχωρα. Μήπως τοῦ ἀρέσει, ἴσως, τόσο ἡ καταστροφὴ καὶ τὸ χάος (αὐτὸ εἶναι ἀδιαμφισβήτητο, ξέρετε, ὅτι ἐνίοτε τοῦ ἀρέσουν πολύ, ἔτσι εἶναι) ἐπειδὴ ἐνστικτωδῶς φοβᾶται νὰ καταχτήσει τὸ στόχο καὶ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ οἰκοδόμημα; Ποῦ ξέρετε, μπορεῖ νὰ ἀγαπάει τὸ οἰκοδόμημα αὐτὸ μόνον ἐκ τοῦ μακρόθεν καὶ ἐπ’ οὐδενὶ ἀπὸ κοντά· μπορεῖ νὰ τοῦ ἀρέσει μόνο νὰ τὸ χτίζει, ἀλλὰ νὰ μὴ ζεῖ σ’ αὐτό, παραχωρώντας το μετὰ aux animaux domestiques[1], στὰ μυρμήγκια, στὶς κατσίκες καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά. Ἔ, στὰ μυρμήγκια ἀρέσει ἐντελῶς ἄλλο πράγμα. Ἔχουν ἕνα καταπληκτικὸ οἰκοδόμημα αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ποὺ δὲν καταρρέει ποτέ: τὴ μυρμηγκοφωλιά.

Τὰ ἀξιοσέβαστα μυρμήγκια μὲ τὴ μυρμηγκοφωλιὰ ἄρχισαν, μὲ τὴ μυρμηγκοφωλιά, σίγουρα, καὶ θὰ τελειώσουν, πράγμα ποὺ τιμάει τὴ σταθερότητα καὶ τὸν πραγματισμό τους. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι πλάσμα ἐπιπόλαιο κι ἀξιοκατάκριτο, καὶ πιθανόν, ὅπως ὁ παίκτης τοῦ σκακιοῦ, νὰ ἀγαπάει μόνο τὴ διαδικασία ἐπίτευξης τοῦ στόχου του κι ὄχι τὸν ἴδιο τὸ στόχο. Ποιὸς ξέρει (δὲν μπορῶ νὰ ἐγγυηθῶ), ἴσως κι ὅλος ὁ στόχος πρὸς τὸν ὁποῖο τείνει ἡ ἀνθρωπότητα πάνω στὴ γῆ νὰ συνίσταται μόνο σ’ αὐτὸ τὸ ἀέναο τῆς διαδικασίας ἐπίτευξης, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς, στὴν ἴδια τὴ ζωὴ κι ὄχι συγκεκριμένα στὸ στόχο ὁ ὁποῖος, ἐννοεῖται, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ δύο καὶ δύο κάνουν τέσσερα, δηλαδὴ ἕνας τύπος, ἀλλά, ξέρετε, κύριοι, τὸ δύο καὶ δύο ἴσον τέσσερα δὲν εἶναι πλέον ζωὴ μὰ ἡ ἀρχὴ τοῦ θανάτου. Ἂν μή τι ἄλλο, ὁ ἄνθρωπος πάντα φοβόταν κάπως αὐτὸ τὸ δύο καὶ δύο ἴσον τέσσερα, ἐνῶ ἐγὼ τὸ φοβᾶμαι καὶ τώρα. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀσχολεῖται παρὰ μόνο μὲ τὴν ἀναζήτηση αὐτοῦ τοῦ δύο καὶ δύο ἴσον τέσσερα, περνάει ὠκεανούς, θυσιάζει τὴ ζωή του στὴν ἀναζήτηση αὐτή, ἀλλά, μά τὸ Θεό, φοβᾶται κάπως νὰ τὸ ἀνακαλύψει, νὰ τὸ βρεῖ στ’ ἀλήθεια. Διαισθάνεται, βλέπετε, πὼς ἂν τὸ βρεῖ δὲν θὰ ἔχει πιὰ κάτι νὰ ἀναζητᾶ. Οἱ ἐργαζόμενοι θὰ πληρωθοῦν, τουλάχιστον, μόλις τελειώσουν τὴ δουλειά τους, θὰ πᾶνε στὸ μικρὸ καπηλειό, μετὰ θὰ τοὺς τραβᾶνε στὸ Τμῆμα, ἔ, νά σου ἀμέσως-ἀμέσως ἀσχολία γιὰ μιὰ βδομάδα. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ποῦ θὰ πάει; Κάθε φορά, μὲ τὸ ποὺ θὰ πετύχει κάποιους στόχους θὰ νιώσει μέσα του κάπως ἄβολα. Τοῦ ἀρέσει ἡ ἐπίτευξη, ἀλλὰ τὸ νὰ πετυχαίνει, ὄχι καὶ τόσο, κι αὐτό, βεβαίως, καταντάει τρομερὰ γελοῖο. Μὲ λίγα λόγια, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολὺ κωμικὸ πλάσμα· σὲ ὅλα αὐτὰ ἐμπεριέχεται, ὡς φαίνεται, ἕνα ἀστεῖο. Ἀλλὰ τὸ δύο καὶ δύο κάνουν τέσσερα εἶναι, παρ’ ὅλα αὐτά, κάτι πολὺ ἀβάσταχτο. Δύο καὶ δύο ἴσον τέσσερα – αὐτὸ κατὰ τὴ γνώμη μου εἶναι ἁπλῶς θράσος. Αὐτὸ τὸ δύο καὶ δύο ἴσον τέσσερα μοιάζει μὲ νταὴ πού, μὲ τὰ χέρια στὴ μέση καὶ φτύνοντας σοῦ κόβει τὸ δρόμο. Συμφωνῶ πὼς τὸ δύο καὶ δύο κάνουν τέσσερα εἶναι ἕνα θαυμάσιο πράγμα· ἀλλά, ἂν εἶναι νὰ τὰ ἐκθειάζουμε ὅλα, τότε καὶ τὸ δύο καὶ δύο ἴσον πέντε εἶναι ἐνίοτε πολὺ ὡραῖο πραγματάκι.

Πῶς εἶστε τόσο σταθερά, τόσο θριαμβικὰ πεισμένοι ὅτι μόνο ἕνα εἶναι φυσιολογικὸ καὶ θετικό, ἐν ὀλίγοις, ὅτι μόνον ἡ εὐδαιμονία εἶναι ὠφέλιμη στὸν ἄνθρωπο; Μήπως ἡ λογικὴ σφάλλει ὡς πρὸς τὸ τί εἶναι ὠφέλιμο; Κι ἂν τοῦ ἀνθρώπου δὲν τοῦ ἀρέσει μόνον ἡ εὐδαιμονία; Κι ἂν τοῦ ἀρέσει ἰσόποσα καὶ ἡ κακοδαιμονία; Μπορεῖ ἡ κακοδαιμονία νὰ εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ὠφέλιμη μὲ τὴν εὐδαιμονία. Ἐνίοτε τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀρέσει τρομερὰ ὁ πόνος, μέχρι πάθους, κι αὐτὸ εἶναι γεγονός. Ὡς πρὸς αὐτὸ δὲν χρειάζεται κὰν νὰ ἀνατρέξουμε στὴν παγκόσμια ἱστορία· ἂν εἶστε στ’ ἀλήθεια ἄνθρωπος κι ἔχετε ζήσει ἔστω καὶ λίγο, ρωτῆστε ἁπλῶς τὸν ἴδιο σας τὸν ἑαυτό. Ὅσο γιὰ τὴν προσωπική μου γνώμη, τὸ νὰ σοῦ ἀρέσει μόνον ἡ εὐδαιμονία καταντάει μέχρι καὶ ἀπρεπές. Καλῶς ἢ κακῶς, τὸ νὰ σπᾶς καμιὰ φορὰ κάτι εἶναι ἐπίσης πολὺ εὐχάριστο. Στὸ θέμα αὐτό, ξέρετε, ἐγὼ προσωπικὰ δὲν εἶμαι οὔτε ὑπὲρ τῆς κακοδαιμονίας οὔτε ὑπὲρ τῆς εὐδαιμονίας. Εἶμαι… μὲ τὸ καπρίτσιο καὶ μὲ τὸ ὅτι θὰ μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ ἐγγυηθεῖ κάποιος ὅταν θὰ χρειαστεῖ. Ἡ κακοτυχία, γιὰ παράδειγμα, δὲν ἐπιτρέπεται στὰ κωμειδύλλια, τὸ ξέρω αὐτό. Στὸ δὲ κρυστάλλινο παλάτι εἶναι ἀδιανόητη: ὁ πόνος εἶναι ἀμφιβολία, εἶναι ἄρνηση, ἄρα τί κρυστάλλινο παλάτι θὰ εἶναι αὐτὸ ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ δυσπιστεῖ; Ἐν τῷ μεταξὺ εἶμαι σίγουρος ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ ἀπορρίψει τὸν ἀληθινὸ πόνο, ἤτοι, τὴν καταστροφὴ καὶ τὸ χάος. Ὁ πόνος εἶναι ἡ μοναδικὴ αἰτία τῆς ἐπίγνωσης. Παρότι τὸ δήλωσα ἐξ ἀρχῆς ὅτι, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἡ ἐπίγνωση εἶναι ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες δυστυχίες τοῦ ἀνθρώπου, ξέρω ὅτι τοῦ ἀρέσει κι ὅτι δὲν θὰ τὴν ἀλλάξει γιὰ καμιὰ εὐχαρίστηση. Ἡ ἐπίγνωση, γιὰ παράδειγμα, εἶναι ἀπείρως ἀνώτερη ἀπὸ τὸ δύο καὶ δύο. Μετὰ τὰ δύο καὶ δύο, ἐννοεῖται, δὲν σοῦ ἀπομένει τίποτα· ὄχι μόνο νὰ κάνεις, ἀλλὰ καὶ νὰ μάθεις. Τὸ μόνο ποὺ θὰ μπορεῖς νὰ κάνεις εἶναι νὰ καταπνίξεις τὶς πέντε σου αἰσθήσεις καὶ νὰ βυθιστεῖς στὴν ἐνατένιση. Ἐνῶ μὲ τὴν ἐπίγνωση, παρότι καταλήγεις στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα, δηλαδὴ ἐπίσης δὲν ἔχεις κάτι νὰ κάνεις, μπορεῖς τουλάχιστον ἐνίοτε νὰ αὐτομαστιγωθεῖς, κάτι ποὺ ὅσο νά ’ναι σὲ ἀναζωογονεῖ. Ἂν καὶ ἀναχρονιστικό, εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὸ τίποτα.

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι

Πηγές

Κείμενο

  • Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Ὑπόγειο. Μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά – πρόλογος Ἑλένη Μπακοπούλου, ἐκδόσεις Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2010, Μέ­ρος I «Ὑπόγειο», Κεφάλαιο 9ο.

Εἰκόνες

  • Ὑπόγειο, τοῦ Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, ἐκδόσεις Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2010, ἐξώφυλλο.
  • Βασίλι Περόφ. Προσωπογραφία τοῦ Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. 1872, ἐλαιογραφία, Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα. Πηγὴ εἰκόνας: Wikimedia Commons. Ἀρχικὴ πηγὴ εἰκόνας: Google Cultural Institute.

Ὑποσημείωση

  1. [Σ.τ.Μ.]: Στὰ κατοικίδια ζῶα (γαλλ.). [↑]